ἀκόνια

ἀκόνια
ἀκόνιον
by rubbing on an
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ακόνια — Τοποθεσία έξω από το Ρέθυμνο της Κρήτης, όπου στις 23 Ιανουαρίου του 1822 έγινε πολύνεκρη σύγκρουση ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους. Οι Τούρκοι με δύο χιλιάδες στρατό βγήκαν από το Ρέθυμνο με αρχηγό τον Αλή Γλυμίδη και οι Έλληνες με αρχηγούς τον… …   Dictionary of Greek

  • ἀκονίας — ἀκονίᾱς , ἀκονίας fish masc acc pl ἀκονίᾱς , ἀκονίας fish masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακόνι — το η ακόνη* παροιμ. «τα χωρατά είναι ακόνι τού καβγά», πολλές φορές τα αστεία καταλήγουν σε καβγά «βγάζει ή τρώει απ τ ακόνια», εργάζεται έντιμα και αποδοτικά «έχει γλώσσα ακόνι» (βλ. ακόνη). [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀκόνιον*, υποκορ. τού αρχ. ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • ακονόλιθος — ακονόλιθος, ο και ακονόπετρα, η πέτρα από την οποία φτιάχνονται τα ακόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”